- αζατλής
- ολέγεται για ζώο που τό εγκατέλειψαν ως άχρηστο, ως ανίκανο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. azatli (= απελεύθερος).ΠΑΡ. αζατλίδικος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αζατλίδικος — η, ο [αζατλής] ο αζατλής … Dictionary of Greek